ἧλε

ἧλε
ἧλος
nail-head
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἠλέ — ἠλεός distraught masc voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἦλε — ἦλος barren spot masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλέματος — ἠλέματος, δωρ. και αιολ. τ. ἀλέματος, ον (Α) 1. μωρός, ανόητος, μηδαμινός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠλέματα μάταια επίρρ... ἠλεμάτως (Α) 1. με οκνηρία, ευτελώς 2. μάταια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηλε τού ηλεός* + μα τος (< μέ μον α «σκέπτομαι… …   Dictionary of Greek

  • Malamirovo Inscription — Malamirovo or Hambarli Inscription is a Bulgarian Greek inscription of around 813 AD, commemorating Bulgarian victories of Krum over the Byzantines, now preserved in the Varna Archaeological Museum. Contents 1 Text 1.1 Translation 2 See also …   Wikipedia

  • ηλάσκω — ἠλάσκω (AM) (επικ. τ. τού ρ. αλαίνω ή αλώμαι περιπλανώμαι, περιφέρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θα μπορούσε να θεωρηθεί επαναληπτικό τού αλώμαι (θ. αλά + παρέκταση σκ ), η μακρότητα όμως τού αρχικού φωνήεντος η είναι δυσερμήνευτη. Κατά μία… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • ηλεός — ἠλεός, ή, ὸν και αιολ. τ. ἆλλος, η, ον (Α) 1. αυτός που έχει σύγχυση στον νου, μαινόμενος, άφρων, μωρός, ηλίθιος 2. αυτός που διαταράσσει τον νου («οἶνος γὰρ ἀνώγει ἠλεός», Ομ. Οδ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠλεά ανόητα, με αφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μένος — το (Α μένος) 1. ακράτητη ψυχική ορμή, παραφορά, έξαψη φρονήματος, μανία, πάθος («ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος», Αριστοφ.) 2. φρ. «πνέω μένεα» είμαι πολύ οργισμένος, ζητώ εκδίκηση αρχ. 1. (για πράγματα) δύναμη, ισχύς (α. «οἱ δὲ μένος χειρῶν ἰθὺς… …   Dictionary of Greek

  • προίηλε — προί̱ηλε , προιάλλω send forth aor ind act 3rd sg προίηλε , προιάλλω send forth aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπροίηλε — ἐπιπροί̱ηλε , ἐπιπροιάλλω set out aor ind act 3rd sg ἐπιπροίηλε , ἐπιπροιάλλω set out aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”